Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να συναντιούνται σ' ένα μέρος της πόλης που ονομαζόταν Αγορά (=τόπος συνάθροισης), για να καλύψουν τις επικοινωνιακές και κοινωνικές τους ανάγκες. Αν και στην Αγορά έκαναν αγοραπωλησίες, εξού και η σύγχρονη σημασία της λέξης, αυτή ήταν κυρίως το μέρος όπου συζητούσαν, έκαναν καινούργιες γνωριμίες, μελετούσαν, μηχανεύονταν, δημιουργούσαν. (από την Βικιπαιδεία)

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΥΨΕΛΗ

Οι ’Ελληνες…δέχονται όλους τους αδικημένους ξένους και όλους τους εξορισμένους από την πατρίδα των δι’ αιτίαν της Ελευθερίας». Ρήσεις του Ρήγα Βελεστινλή

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

~

"Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"

εν αθήναις

εν αθήναις
.....................Σελίδα με έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση, με ειδήσεις από την Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο ........

Ευχές για καλή χρονιά το 2017

Ευχές για καλή χρονιά το 2017
...για όμορφα ταξίδια στη ζωή μας !!

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Φωκίωνος Νέγρη: Ένας πεζόδρομος με ιστορία

της Μαριάνθης Μπέλλα


Η Φωκίωνος Νέγρη πήρε το όνομά της από τον πρώην δήμαρχο Λαυρεωτικής, υπουργό Οικονομικών, Συγκοινωνίας και Εσωτερικών και πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, Φωκίωνα Νέγρη (1846-1928).

Διαμορφώθηκε την δεκαετία του 1930 πάνω στα ίχνη του ρέματος Λεβίδη, το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσε το βόρειο σύνορο της Κυψέλης. Το ρέμα ξεκινούσε από τα Τουρκοβούνια (Άγχεσμος), έρρεε κατά μήκος του σημερινού πεζόδρομου της Φωκίωνος Νέγρη σε βάθος ενάμισι μέτρου και έκοβε στα δύο την περιοχή. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν παράγκες, μερικά ισόγεια σπίτια και σπανίως διώροφα ή τριώροφα, κυρίως κοντά στην Πατησίων. Οι δύο πλευρές ενώνονταν με μια μικρή ξύλινη γέφυρα στο ύψος της οδού Επτανήσου. Το ρέμα συνέχιζε προς τα νότια, περνούσε κάτω από την Πατησίων στο ύψος της Αγίου Μελετίου, για να καταλήξει στον Κηφισό.
Στην περιοχή κατοικούσαν οι οικογένειες Καλλιφρονά και Λεβίδου, οι οποίες κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και για πολλά χρόνια τα σπίτια τους λειτουργούσαν ως τοπόσημα. Μέχρι τις μέρες μας, μια στάση λεωφορείου φέρει το όνομα «Καλλιφρονά» και το ταχυδρομείο της περιοχής το όνομα «Λεβίδου». Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα στην μεσημβρινή πλευρά της Φωκίωνος Νέγρη (μεταξύ των οδών Σποργίλου και Ευβοίας) βρισκόταν η Μεγάλη Βρύση, που ήταν πέτρινη, χτισμένη με πελεκητές πέτρες, και είχε πολλούς κρουνούς. Στο σημείο που βρισκόταν η Μεγάλη Βρύση υπήρχαν δύο πανύψηλες λεύκες που σώζονταν μέχρι πριν λίγα χρόνια.Από τη Μεγάλη Βρύση προμηθεύονταν νερό τόσο οι κάτοικοι, όσο και οι πλανόδιοι υδροπωλητές. 
Κατά την περίοδο δημαρχίας του Σπύρου Πάτση (1917-1920 και 1922-1929), το ρέμα Λεβίδη, όπως και πολλά άλλα ρέματα της Αθήνας (Κυκλόβορος, Κηφισός), μετατράπηκε σταδιακά σε εστία μόλυνσης επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία, καθώς οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έριχναν στο ρέμα τα σκουπίδια τους, λόγω έλλειψης οργανωμένου συστήματος αποκομιδής σκουπιδιών. 

Δημοσίευμα της εφημερίδα "Αθηναϊκή" για το ρέμα Λεβίδου, 29/6/1935

Ο Σπύρος Πάτσης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, έλαβε μέτρα και προσπάθησε να επιλύσει τα προβλήματα της αποκομιδής των σκουπιδιών, της υδροδότησης και της αποχέτευσης της πρωτεύουσας. Αργότερα, επί δημαρχίας Κώστα Κοτζιά (1934-1936), που στη συνέχεια ανέλαβε και το Υπουργείο Διοικήσεως Πρωτευούσης, έγινε η κάλυψη των ρεμάτων Κυκλόβορου και Λεβίδη. Ο εξωραϊσμός του ρέματος Λεβίδη πραγματοποιήθηκε το 1937, με τη δημιουργία ενός γραμμικού κήπου, με φύτευση δέντρων και θάμνων, κατασκευή σιντριβανιών και χώρων παιχνιδιού, ανάμεσα σε δύο οδούς. Η διαμόρφωση της "πράσινης λεωφόρου" με τα τρεχούμενα νερά ήταν έργο του αρχιτέκτονα Βασίλη Τσαγρή. Την ίδια περίπου εποχή οικοδομήθηκε και η Δημοτική Αγορά (1935), στο ύψος της οδού Ζακύνθου, που αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα του αθηναϊκού μοντερνισμού.

Η Δημοτική Αγορά

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, η αστικοποίηση άρχισε να γίνεται αισθητή και στην «πράσινη λεωφόρο», όπως ονομαζόταν η Φωκίωνος Νέγρη. Την εποχή αυτή κατασκευάστηκαν οι πρώτες πολυκατοικίες, όπως αυτές στη συμβολή της Φωκίωνος Νέγρη με την Αγαθουπόλεως, τη Θήρας και την Επτανήσου, που φέρουν τα χαρακτηριστικά του μοντέρνου κινήματος. Ωστόσο, η περιοχή εξακολούθησε να χαρακτηρίζεται από χαμηλή πυκνότητα δόμησης και να διαθέτει πολλούς ελεύθερους χώρους.
Το 1936-38 κτίστηκε, στη γωνία των οδών Επτανήσου και Φωκίωνος Νέγρη, η πολυκατοικία Λαναρά, που σχεδιάστηκε από τον Ι. Ζολώτα και, με τη χαρακτηριστική αισθητική της, αποτελεί σημαντικό δείγμα του μοντέρνου κινήματος, που άνθησε στη χώρα μας την εποχή του μεσοπολέμου. Πολλοί θυμούνται το μεγάλο καταφύγιό της, όπου οι περίοικοι κατέφευγαν στη διάρκεια της Κατοχής, όταν χτυπούσε συναγερμός.
 
Η πολυκατοικία Λαναρά
Η μεσοπολεμική πολυκατοικία Φωκίωνος Νέγρη και Θήρας
 

Κυρίαρχο στοιχείο στις αναμνήσεις των κατοίκων της περιοχής είναι η εικόνα των τρεχούμενων νερών, των τεχνητών ρυακιών που πλαισίωναν το πράσινο, των λιμνών με τις πάπιες και ιδιαίτερα του περίφημου Πι, κοντά στη Δημοτική Αγορά, όπου έπαιζαν τα παιδιά. Επίσης, το περίφημο 30ο δημοτικό σχολείο (Αγίας Ζώνης και Φωκίωνος Νέγρη), στο οποίο φοιτούσαν τα παιδιά της περιοχής και το οποίο κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, όπως και άλλα γειτονικά σχολεία. 

Το περίφημο Πι, κοντά στη Δημοτική Αγορά, σήμερα συντριβάνι

Αξιόλογη εκπαιδευτική δραστηριότητα σημειώθηκε γύρω από τη Φωκίωνος Νέγρη με πολλά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ιδιωτικά (Κολλέγιο Αθηνών, Ιόνιος Σχολή, Ελληνική Παιδεία, Λύκειον Νούσια, Αθηναϊκόν Λύκειον Α.Γ. Τυχοπούλου, Ελικών κ. ά.) και δημόσια (6ο γυμνάσιο θηλέων, 15ο γυμνάσιο αρρένων, 26ο, 28ο 30ο δημοτικά σχολεία κ.ά.), αλλά και φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης και ξένων γλωσσών (Βρεταννικό Ινστιτούτο-Χαμπάκης, παράρτημα Πατησίων του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών κ.ά.).


Η Β΄κεντρική σχολή του Βρεταννικού ΙνστιτούτουΦωκίωνος Νέγρη 17. Εφ. "Ελευθερία" 30/9/1962

Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 η Φωκίωνος Νέγρη υπέκυψε στον οικοδομικό οργασμό, καθώς οι μονοκατοικίες και τα διώροφα σπίτια έδωσαν τη θέση τους σε πολυώροφες πολυκατοικίες, που υψώθηκαν και στις δύο πλευρές της. Σταδιακά συγκέντρωσε την ανώτερη και μεσαία τάξη και εξελίχθηκε σε μια από τις πιο ακριβές περιοχές της Αθήνας.

Την δεκαετία του 1960 μετατράπηκε σε έναν κεντρικό δρόμο της Κυψέλης, που έγινε διάσημος για τη νυχτερινή ζωή του. Στα κέντρα διασκέδασης, τα κλαμπ, τα καφενεία, τα εστιατόρια και τα ζαχαροπλαστεία της, σύχναζαν πολλοί επώνυμοι της εποχής. Μεταξύ αυτών, αξίζει να αναφέρουμε τα καφε-ζαχαροπλαστεία Σελέκτ, Οριεντάλ, Φλόκα, το κέντρο διασκέδασης Ιγκλού, το νάιτ κλαμπ Κουίντα, το ροκ κλαμπ Top Hat, το εστιατόριο Θράκα. Μάλιστα, το ζαχαροπλαστείο Σελέκτ, που λειτουργεί στη γωνία με την Επτανήσου από το 1945, αποτέλεσε το στέκι μιας μεγάλης κινηματογραφικής και θεατρικής παρέας, με προεξέχοντες τον Νίκο Τσιφόρο, τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Κώστα Πρετεντέρη, τον Ορέστη Λάσκο, τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Σταυρίδη κ.ά.. Σημαντικός πόλος νυχτερινής ζωής ήταν και το κέντρο Ιγκλού που φιλοξένησε το συγκρότημα των «Φόρμιξ», στο οποίο έπαιζαν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Ντέμης Ρούσος, πριν ξεκινήσουν τη διεθνή καριέρα τους. Από τα πρώτα νυκτερινά κέντρα της Αθήνας ήταν η Κουίντα του Μπάμπη Μουτσάτσου, η οποία  είχε γίνει αγαπημένο στέκι γνωστών Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών που επισκέπτονταν την Ελλάδα. Στη σκηνή της εμφανίσθηκαν πολύ γνωστά ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής, όπως ο Λούτσιο Ντάλλα.

Η είσοδος της Κουίντα

Η Φωκίωνος Νέγρη, σε αντίθεση με την πλατεία Κολωνακίου, που ήταν χώρος κοσμικής συγκέντρωσης χαμηλών τόνων, ήταν μια από τις πιο ζωντανές και λαμπερές περιοχές της κοσμικής Αθήνας και θωρούνταν απομίμηση της Βία Βένετο. Η ελληνική ταινία του 1965 «Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» εκφράζει την εικόνα που είχε σχηματίσει ο κόσμος για την περιοχή, τα στέκια και τους θαμώνες της. Σε πολλά από τα ποδοσφαιράκια και τα μπιλιάρδα της σύχναζαν οι λεγόμενοι «τεντιμπόηδες», νέοι με προκλητική και παραβατική συμπεριφορά. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νόμος 4000» με τις χαρακτηριστικές σκηνές γυρίστηκε σε διάφορα σημεία της Κυψέλης, γύρω από τη Φωκίωνος Νέγρη.

Διαφήμιση των ζαχαροπλαστείων Φλόκα. Εφ. "Ελευθερία" 30/7/1966

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν η Φωκίωνος Νέγρη έχασε την παλιά της αίγλη, και σταδιακά υποβαθμίστηκε. Τα παραδοσιακά στέκια έκλεισαν και έπαψε να είναι τόπος αναψυχής επωνύμων. Το 1985 πεζοδρομήθηκε, δενδροφυτεύτηκε και απέκτησε νέο πρόσωπο. Ωστόσο, την δεκαετία του 1990 τα μαγαζιά της λιγόστεψαν, αρκετοί κάτοικοι της μέσης και εύπορης αστικής τάξης μετακόμισαν στα βόρεια και νότια προάστια και πολλά διαμερίσματα άδειασαν. Άλλα από αυτά έμειναν κλειστά και άλλα, συνήθως υπόγεια και ισόγεια, νοικιάστηκαν σε οικονομικούς μετανάστες. Την ίδια εποχή, έκλεισε η Δημοτική Αγορά που αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους κατοίκους. Μετά από πολλές περιπέτειες, το κτίσμα της Αγοράς σήμερα ανακαινίζεται και πρόκειται να στεγάσει διοικητικές υπηρεσίες του Δήμου (ΣΕΔ, ΚΕΠ), καταστήματα και αίθουσες για πολιτιστικές εκδηλώσεις. 


Η πλατεία με την πέργκολα
Σήμερα, στη Φωκίωνος Νέγρη και στους γύρω δρόμους κατοικούν δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι, καλλιτέχνες, δικηγόροι, αφού και τα δικαστήρια είναι πολύ κοντά, καθώς και  μετανάστες, που συνθέτουν το νέο πολύχρωμο και πολυπολιτισμικό πρόσωπό της. Ο πεζόδρομος δεν έχει την κίνηση ούτε τη δόξα του παρελθόντος, όμως απέκτησε νέα στέκια και νέους θαμώνες και αποτελεί μια όαση πρασίνου και τον αγαπημένο περίπατο των κατοίκων της Κυψέλης και όχι μόνο.  
Η Φωκίωνος Νέγρη επιμένει να ζει πολύχρωμα και αισιόδοξα.

Η Φωκίωνος Νέγρη χιονισμένη, τον Φεβρουάριο του 2008


Τα γλυπτά της Φωκίωνος Νέγρη

Κατά μήκος του δενδρόφυτου πεζόδρομου της Φωκίωνος Νέγρη συναντάμε μια σειρά από ενδιαφέροντα γλυπτά, αγάλματα και προτομές, που, σε συνδυασμό με το πράσινο και τα συντριβάνια, δημιουργούν ιδανικό περιβάλλον για τους κατοίκους, τους περιπατητές και τους θαμώνες των καφενείων.

Χαμηλά στον πεζόδρομο, στο ύψος της Ι. Δροσοπούλου, συναντάμε την ορειχάλκινη προτομή του τέως δημάρχου Αθηναίων Κώστα Κοτζιά, έργο της γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντή, που κατασκευάστηκε το 1967. Είναι τοποθετημένη σε μαρμάρινη βάση, στην οποία είναι χαραγμένη η επιγραφή: «ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΤΖΙΑΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ».
Η προτομή του Κώστα Κοτζιά

Η Λουκία Γεωργαντή (1919–2001), κόρη του γλύπτη Νικόλαου Γεωργαντή ήταν γλύπτρια, ζωγράφος και διακοσμήτρια. Αρχικά μαθήτευσε δίπλα στον πατέρα της και στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή των Τεχνών  της Φλωρεντίας. Επικεντρώθηκε κυρίως στη δημιουργία προτομών και ανδριάντων προσωπικοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, που έχουν τοποθετηθεί σε δημόσιους χώρους. Έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στο σπίτι της στο Μετς στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Γλυπτών και Ομοιωμάτων «ΛΟΥΚΙΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΗ», το οποίο ίδρυσε η ίδια το 1992 και δώρισε στον Δήμο Αθηναίων το 2000.

Ο Κώστας Κοτζιάς (1892-1951) ήταν πολιτικός και Δήμαρχος Αθηναίων. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στη Ρώμη. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού υποστήριξε την πολιτική του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και συμμετείχε  στην αντιπολίτευση κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου το 1917, εκτοπίστηκε στην Κρήτη (1918 – 1919). Μετά την επικράτηση των φιλοβασιλικών στις εκλογές του 1920 επανήλθε στην ενεργό πολιτική και εξέδωσε την εφημερίδα Τα Χρονικά. Το 1928 έγινε σύμβουλος του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου και εκλέχτηκε πρόεδρος των Παιδικών Εξοχών του Πατριωτικού Ιδρύματος. Το 1934 εκλέχτηκε δήμαρχος Αθηναίων, υποστηριζόμενος από το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο για να τον ενισχύσει μετέτρεψε σε κοινότητες τους προσφυγικούς συνοικισμούς που περιέβαλαν την πόλη και ψήφιζαν φιλελεύθερα. Ένα από τα έργα του ως Δήμαρχος ήταν η παραχώρηση χώρου που ανήκε στο Δήμο Αθηναίων στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για να χτιστούν προσφυγικές πολυκατοικίες και να στεγαστούν οι πρόσφυγες, που ως τότε έμεναν στο Πεδίο του Άρεως. Παρέμεινε Δήμαρχος ως τις 31 Αυγούστου 1936, οπότε ανέλαβε το Υπουργείο Διοικήσεως Πρωτευούσης στη δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη  Μεταξά. Από τη θέση αυτή εισήγαγε νέα μοντέλα διοίκησης, δημιούργησε υποδομές και θεσμούς και υποστήριξε φιλολαϊκά μοντέλα, κυρίως στους χώρους της νεολαίας και του αθλητισμού, βοηθώντας στην αύξηση της δημοφιλίας του μεταξικού καθεστώτος. Το 1941, μετά την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Α. Κορυζή, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ του ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, την οποία ο Κοτζιάς αρνήθηκε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αν και υποστηρικτής του ναζισμού, επέλεξε να φύγει από την Ελλάδα. Μετέβη στις ΗΠΑ, μέσω Τουρκίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1945. Στη συνέχεια επανήλθε στην Ελλάδα και συμμετείχε πάλι στην ενεργό πολιτική. Εκλέχθηκε Δήμαρχος Αθηναίων, για δεύτερη φορά, τον Απρίλιο του 1951, πέθανε όμως, ξαφνικά από καρδιακή προσβολή τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Εκτός από την πολιτική ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό, τόσο ως αθλητής, όσο και ως παράγοντας. Ασχολήθηκε με τον στίβο και ιδιαίτερα την ξιφασκία και έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες δύο φορές. Διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (1935-38) και πρόεδρος  της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (1933-34).


Άποψη του πεζόδρομου της Φωκίωνος Νέγρημεταξύ Επτανήσου και Δροσοπούλου

Συνεχίζοντας τον περίπατό μας κατά μήκος του πεζόδρομου της Φωκίωνος Νέγρη, στη συμβολή με την οδό Επτανήσου, μπροστά στο σιντριβάνι είναι τοποθετημένο το ορειχάλκινο προπολεμικό άγαλμα «Κόρη σε έκσταση» του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου, που παριστάνει μια γυμνή γυναίκα με τα χέρια ανοιχτά, σε κατάσταση έκστασης. Ο πλάτανος και ο κισσός που βρίσκονται γύρω της, αλλά και τα νερά του σιντριβανιού από τα οποία αναδύεται, δημιουργούν μια ιδανική ατμόσφαιρα για τους περιπατητές. Στο γλυπτό είναι φανερή η έμφαση στα καθαρά πλαστικά στοιχεία, η τάση για σχηματοποίηση της μορφής, η λιτότητα, και η ρυθμική οργάνωση του περιγράμματος. Συνήθως τέτοιες γυναικείες μορφές μέσα σε σιντριβάνια αποκαλούνται «Λουόμενες».
 
Η "Κόρη σε έκσταση" αναδύεται μέσα από τα νερά του συντριβανιού

Ο Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974) ήταν γλύπτης της γενιάς του μεσοπολέμου, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και ακαδημαϊκός. Δέχτηκε τις πρώτες επιδράσεις στο πατρικό εργαστήριο μαρμαροτεχνικής στα Πατήσια, όπου παρακολουθούσε τους τεχνίτες να δουλεύουν το μάρμαρο, να αντιγράφουν αρχαία γλυπτά και να μεταφέρουν στο μάρμαρο προπλάσματα προτομών και άλλων γλυπτών. Αργότερα, σπούδασε γλυπτική και σχέδιο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στις νέες τάσεις της ευρωπαϊκής γλυπτικής. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης παραμονής του στο Παρίσι (1925-1928) επηρεάστηκε κυρίως από τους κλασικιστές γλύπτες Μαγιόλ και Ντεσπιώ, αλλά και από την κυβιστική αισθητική του Πικάσο και του Μπρακ. Τα παρισινά έργα του δείχνουν ότι βαθμιαία αφαιρούσε τις επουσιώδεις λεπτομέρειες, αρνιόταν την επιφανειακή περιγραφή, έστηνε αρμονικά αρχιτεκτονημένους όγκους και επεξεργαζόταν λιτές φόρμες. Ωστόσο, στην Ελλάδα, οι καλλιτέχνες που υιοθετούσαν τις νεωτερικές αρχές αντιμετώπιζαν πολλές αντιδράσεις και δυσκολίες γιατί οι νέες αισθητικές μορφές αφενός ενοχλούσαν το κατεστημένο που τις θεωρούσε ακραίες, ξενόφερτες και επικίνδυνες και αφετέρου σκανδάλιζαν το ευρύ κοινό. Ο Τόμπρος μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ακολούθησε μια «διπλή» τεχνοτροπία», καθώς φιλοτεχνούσε έργα με συμβατικό ακαδημαϊκό ύφος για δημόσιες παραγγελίες και έργα με νεωτερικές επιδράσεις για ιδιωτικές παραγγελίες. Και αυτό γιατί ο δημόσιος χαρακτήρας της γλυπτικής που στηνόταν σε ανοικτό χώρο (μνημεία, ηρώα) υποχρέωνε τον γλύπτη να λαμβάνει υπόψη του την ευρύτερη αίσθηση του κοινού που θα ερχόταν σε άμεση επαφή με αυτά τα έργα. Παράλληλα όμως, ο γλύπτης υποστηριζόταν από μια ομάδα προοδευτικών αστών, οι οποίοι ενθάρρυναν την ελεύθερη πλαστική δημιουργία κρίνοντας πως οι νεωτερικές αναζητήσεις ανταποκρίνονταν στο νέο περιβάλλον του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης της μεσοπολεμικής Ελλάδας. Αγαπημένο θέμα του γλύπτη ήταν οι γυναικείες μορφές στις οποίες είναι εμφανής η πρόθεση συνδυασμού της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, με την αρχαϊκή τέχνη και τον κυκλαδικό πολιτισμό. 
Η λουομένη της Φωκίωνος Νέγρη, πρόσφατα ανακαινισμένη

Στο ύψος της οδού Έκτορος, συναντάμε το περίφημο μαρμάρινο άγαλμα του σκύλου, του γλύπτη Ευριπίδη Βαβούρη, ο οποίος χρησιμοποίησε ως μοντέλο ένα αληθινό κυνηγετικό. Η συμπάθεια για τους σκύλους που αποπνέει το γλυπτό δεν είναι τυχαία, καθώς ο καλλιτέχνης αγαπούσε τα ζώα και ειδικεύτηκε στη δημιουργία γλυπτών με θέμα κατοικίδια κυρίως ζώα (γάτες, σκύλους, κατσίκια κλ.π.) σε χαρακτηριστικές εκφράσεις και στάσεις, που φιλοτέχνησε με ρεαλιστικό ύφος. Είχε μάλιστα αποκτήσει την ικανότητα να τα βάζει να ποζάρουν. 


Το άγαλμα του σκύλου

Το γλυπτό τοποθετήθηκε στο τελευταίο παρτέρι της Φωκίωνος Νέγρη το 1940, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, και από τότε άλλαξε θέση τουλάχιστον τρεις φορές.  Σύμφωνα με διηγήσεις παλαιών κατοίκων της Κυψέλης, το γλυπτό αποδίδει έναν πιστό σκύλο που όταν πέθανε ο κύριός του, μαράζωσε από τη λύπη του και έμεινε στο σημείο εκείνο να τον περιμένει για πάντα. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη άποψη που αφορά στον ηρωισμό ενός σκύλου, που έσωσε ένα κοριτσάκι όταν αυτό πετάχτηκε στο δρόμο και κινδύνευσε να χτυπηθεί από αυτοκίνητο. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο μαρμάρινος σκύλος είναι εμβληματικός για τον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη, καθώς το παρτέρι μέσα στο οποίο βρίσκεται αποτελεί σημείο συνάντησης τετραπόδων της περιοχής, αλλά και μικρών παιδιών που παίζουν γύρω του και σκαρφαλώνουν στην πλάτη του για μια ακίνητη βόλτα στο πάρκο.

Το παρτέρι με το άγαλμα του σκύλου είναι χώρος συνάντησης τετραπόδων της περιοχής

Ο Ευριπίδης Βαβούρης (1911-1987) σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, κοντά στο Θωμά Θωμόπουλο. Εκτός από γλυπτά με θέμα τα κατοικίδια ζώα, φιλοτέχνησε και γλυπτά ανθρώπινων μορφών που στήθηκαν σε δημόσιους χώρους, όπως τις μαρμάρινες προτομές του Σπ. Μουσουλόπουλου (1958, Γυμνάσιο Άργους), του Αντ. Λιγνού (1961, Ιστορικό Αρχείο Ύδρας) κ.ά.. Ήταν μέλος της Ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» και παρουσίασε το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. 

Σχολικό συγκρότημα δημοτικών σχολείων, Φωκίωνος Νέγρη και Λέλας Καραγιάννη


Μετά το συγκρότημα των δημοτικών σχολείων και λίγο πριν φτάσουμε στην πλατεία Κυψέλης, συναντάμε την ορειχάλκινη προτομή του Σπύρου Μερκούρη, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Βάσος Φαληρέας, το 1931. Η προτομή είναι στημένη πάνω σε μαρμάρινη βάση στην οποία υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή: «ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ 1899–1914, 1929–1934».



Η προτομή του Σπύρου Μερκούρη βρίσκεται κοντά στην πλατεία Κυψέλης


 Ο Βάσος Φαληρέας (1905-1979) ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ακαδημαϊκής σχολής γλυπτών στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στους Ιακωβίδη και Θωμόπουλο και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι κοντά στους γλύπτες Μαγιόλ, Ντεσπιώ και Βλέρικ. Παράλληλα μαθήτευσε στο εργαστήριο του Γαλάνη και μελέτησε την τέχνη των μεταλλίων κοντά στον Ντρόπσυ. Φιλοτέχνησε πολλά μνημεία και ηρώα. Εξέθεσε τα έργα του στη  Διεθνή Έκθεση των Παρισίων (1937) όπου βραβεύτηκε με ένα χρυσό και δύο αργυρά μετάλλια. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Παρίσι και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν κάτοικος Κυψέλης, το σπίτι του βρισκόταν στη συμβολή των οδών Σπετσών και Σκύρου.

Ο Σπύρος Μερκούρης (1856-1939) ήταν γιατρός και διευθυντής του Δημοτικού Νοσοκομείου. Διετέλεσε Δήμαρχος Αθηναίων τέσσερις φορές (1899-1903, 1903-1907, 1907-1914, 1929-1934) και η μακρόχρονη παρουσία του στη θέση αυτή συνδέθηκε με την υλοποίηση σημαντικών έργων υποδομής, που συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της Αθήνας. Το 1916 κατηγορήθηκε για την διοργάνωση των Νοεμβριανών (επεισόδια που οργάνωσαν και εκτέλεσαν οι βασιλόφρονες εναντίων των Βενιζελικών). Με την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία, το 1917, εξορίστηκε μαζί με άλλους αντιβενιζελικούς στην Κορσική. Όταν ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του 1920 και η φιλοβασιλική παράταξη ανέλαβε πάλι την εξουσία, ο Μερκούρης επέστρεψε από την εξορία, ενώ η εις βάρος του θανατική καταδίκη διαγράφτηκε. Διετέλεσε και βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Ο γιος του ήταν επίσης βουλευτής, ενώ εγγονή του ήταν η γνωστή σε όλους μας ηθοποιός και πολιτικός Μελίνα Μερκούρη
 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αδάμ, Μ., Ιστορίες από τη γειτονιά μου και … λίγο παραπέρα. Κυψέλη 1919-1959, Αθήνα 2012.

Αντωνοπούλου, Ζ., Τα γλυπτά της Αθήνας. Υπαίθρια γλυπτική 1834-2004, Αθήνα 2003.

Βασενχόβεν, Μ., «Η θρυλική πλατεία Φωκίωνος Νέγρη», Η Καθημερινή, ένθετο Επτά Ημέρες, Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2003, σσ. 11-13.

Δασκαλοθανάσης, Ν., «Αρχές και αξίες της νεότερης ελληνικής τέχνης». Στο Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες. Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας.  Τόμ. Γ΄: Νεότερη και σύγχρονη Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ. 15-77.

Κορομηλάς, Λ. Γ., Το αθηναϊκό κελάρυσμα,  Αθήνα 1977.

Κωτίδης, Α., «Το μεταπολεμικό πρόσωπο της ελληνικής τέχνης». Στο Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Τόμ. Γ΄: Νεότερη και σύγχρονη Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ. 79-183.

Μπούρας, Δ., «Η Φωκίωνος του ελληνικού “σταρ σύστεμ”», Καθημερινή, ένθετο Επτά Ημέρες, Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2003, σ. 32.

Παυλόπουλος, Δ.,  Ζητήματα νεοελληνικής γλυπτικής, Αθήνα 1988.
Του ιδίου, «Το πρόβλημα της πρωτοπορίας στη γλυπτική του Μιχάλη Τόμπρου». Στο Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου. Η ελληνική εμπειρία, Αθήνα 1992, σσ. 394-398.



ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ


ΠΗΓΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
Αρχείο Μαριάνθης Μπέλλα
Αποκόμματα εφημερίδων από το αρχείο της ΕΒΕ και της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων.

  _____________
 από τον ΚΩΣΤΑ ΘΕΡΙΑΝΟ